- ἁρπεδόνη
- ἁρπεδόνηcordfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁρπεδόνῃ — ἁρπεδόνη cord fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπεδόνη — και να, η (Α ἁρπεδών, όνος και δόνη) νήμα αρχ. 1. σχοινί για παγίδευση ζώων 2. η χορδή του τόξου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνθεση του τ. αρπεδόνη με το αρχ. ινδ. αrpάyαti «τοποθετώ, στερεώνω» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως … Dictionary of Greek
ἁρπεδόναι — ἁρπεδόνη cord fem nom/voc pl ἁρπεδόνᾱͅ , ἁρπεδόνη cord fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπεδόναις — ἁρπεδόνη cord fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπεδόνην — ἁρπεδόνη cord fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπεδόνης — ἁρπεδόνη cord fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπεδόνα — ἁρπεδόνᾱ , ἁρπεδόνη cord fem nom/voc/acc dual ἁρπεδόνᾱ , ἁρπεδόνη cord fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπεδόνας — ἁρπεδόνᾱς , ἁρπεδόνη cord fem acc pl ἁρπεδόνᾱς , ἁρπεδόνη cord fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόνοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόνα, τα, με αλλαγή γένους, κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
τρώα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁρπεδόνη» … Dictionary of Greek